Γράφουν οι μαθήτριες: Αιμιλία Κτενά, Έλενα
Μητσάκη και Ιωάννα Φατούρου
Tα ομηρικά έπη ασκούσαν
μια ιδιαίτερη γοητεία. Σε όλη την αρχαιότητα η ποίηση ήταν ουσιαστικά ένας
διάλογος με την τεράστια ομηρική παράδοση. Η δυσκολία των επών ενυπάρχει στην
ερμηνεία τους, διότι ο ποιητής δεν αποκαλύπτεται, δεν εκθέτει σαφώς ως ειδικός
τις σκέψεις του, αλλά υπαινίσσεται, υποδεικνύει και τελικά αφήνει να κατακτηθεί
ερμηνευτικά.
Η
"Ιλιάς"και η "Οδύσσεια", τα έπη που μας έχουν παραδοθεί με
το όνομα του Ομήρου, θαυμάζονταν σε όλη την αρχαιότητα ως τα ανυπέρβλητα και
έξοχα έργα ενός και μόνον δημιουργού: του Ομήρου. Η εικόνα, που είχαν οι
Έλληνες και οι Ρωμαίοι για τα ομηρικά έπη, είχε τα εξής χαρακτηριστικά:
1) Οι άνθρωποι
πίστευαν στην απόλυτη και ασύγκριτη αισθητική αξία των επών. Όταν έλεγαν
"ο ποιητής" εννοούσαν: ο Όμηρος.
2) Πίστευαν ότι ο
ποιητής Όμηρος υπήρξε ιστορικό πρόσωπο.
3) Πίστευαν ότι η
"Ιλιάς" και η "Οδύσσεια" είναι σύγχρονα έργα ενός και του
αυτού ποιητή, του Ομήρου.
4) Πίστευαν στην
ιστορικότητα του τρωικού πολέμου και στο ότι ο Όμηρος κατέγραψε, κατά κάποιο
τρόπο, την πρώτη εθνική ιστορία.
Και τα τέσσερα αυτά
σημεία, που σημειώσαμε, έγινα αντικείμενο αμφισβητήσεως στους νεότερους
χρόνους. Έτσι υποστηρίχθηκε, κατά καιρούς, ότι τα έπη δεν έχουν ιδιαίτερες
καλλιτεχνικές αξιώσεις, ότι ο ποιητής Όμηρος, δεν υπήρξε, αλλά υπήρξαν πολλοί
ποιητές διαφόρων επικών ασμάτων και ίσως κάποιος συνένωσε άτεχνα διαφορα επικά
τμήματα, ότι τα δυο έπη δεν είναι σύγχρονα έργα και ότι η
<<Οδύσσεια>> είναι νεώτερη και όσα διαβάζουμε σήμερα στα έπη είναι
γεννήματα φαντασίας και μόνο. Αυτές οι θέσεις δεν γίνονται δεκτές από τη
σύγχρονη έρευνα. Βέβαια, μετά το βιβλίο του Γερμανού φιλόλογου A. Wolf
<<Prolegomena ad Homerum>> (1795) δημιουργήθηκε μια τεράστια
φιλολογική κίνηση που αμφισβήτησε και το πρόσωπο του ποιητή και την ενότητα των
επών. Οι φιλόλογοι χωρίστηκαν σε αναλυτικούς και σε ενωτικούς και δεν πέρασε
πολύ καιρός, ώσπου να επικρατήσουν οι αναλυτικοί, που προσπαθούσαν να
αποδείξουν, ότι τα έπη προήλθαν από αυτόματη συνένωση αυτοτελών διεσπαρμένων
τραγουδιών ή από διαδοχικές διευρύνσεις ενός αρχικού πυρήνα. Σ’ αυτούς άνηκαν
σπουδαία ονόματα, όπως οι Hermann, Lachmann, Kirchhoff, Wiliamowitz, Schwartz
κ.α.
Τα πράγματα άλλαξαν
γύρω στο 1930 με τη σχολή του W. Schadewalt. Στην ίδια περίπου εποχή
(1928-1930) μια άλλη μέθοδος, που αποδείχτηκε πολύ γόνιμη, εφαρμόσθηκε στη
μελέτη των ομηρικών επών: η συγκριτική μέθοδος της προφορικής ποιητικής
δημιουργίας (oral poetry), που καθιέρωσε ο Milman Parry, ο οποίος ανακάλυψε τη
λειτουργία του σταθερού επιθέτου. Συγκριτικές έρευνες με σύγχρονα σερβοκροάτικα
τραγούδια, που μελέτησαν ο Murco, o Parry και ο Lord, απέδειξαν ότι η χρήση του
σταθερού ανήκει στην τεχνική της προφορικής παραδόσεως. Η αποκάλυψη των νόμων
της προφορικής δημιουργίας (oral composition, oral poetry), που δεν έχει κοινά
με τη γραπτή δημιουργία, διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα, που έχουμε
σήμερα για τα ομηρικά έπη.
Το πρόβλημά μας είναι η τοποθέτηση των ομηρικών επών στο συγκεκριμένο
χώρο και χρόνο, η σχέση Ιστορίας και γεωγραφίας με τα συγκεκριμένα έπη. Το
πρόβλημα λ.χ για την Ιστορικότητα του τρωικού πολέμου μπήκε σε νέα φάση το
1870, όταν ο Schliemann αποκάλυπτε με τις ανασκαφές του τα τείχη της
Τροίας. Εκείνος όμως που θεμελίωσε επιστημονικά την ‹‹ τρωική
αρχαιολογία››, ήταν ο W.
Dörpfeld.
ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΧΗ σήμερα της Ιστορικότητας ενός βασικού πυρήνος των επών
τίθεται το ερώτημα: πότε σχηματίστηκαν οι επικοί θρύλοι, τα πρώτα επικά
τραγούδια, ή oral poetry, πάνω στην κληρονομιά της οποίας δομήθηκαν η
‹‹ Ιλιάς›› και η ‹‹Οδύσσεια›› ; Η ανάλυση των επών έχει αποδείξει σήμερα ότι η
‹‹ Ιλιάς›› δεν είναι χρονογραφία, ούτε Ιστορικό εγχειρίδιο, αλλά ποίημα, που
αντλείτο υλικό του από τους θρύλους και την προφορική επική ποίηση. Είναι κοινό
γνώρισμα κάθα ηρωικής ποιήσεως, ότι τρέφεται από τις αναμνήσεις ενός ηρωικού
παρελθόντος. Έχει αποδειχτεί επίσης, ότι το υλικό, που έχει κληρονομήσει ο
ποιητής της ‹‹Οδύσσειας›› έχει πολύ παλιές ρίζες. Στο πρόσωπο του ήρωα Οδυσσέα
φαίνεται ότι από παλιά είχαν συνενωθεί: α) ένα λαϊκό παραμύθι με πανάρχαιες
ρίζες στους μεσογειακούς λαούς, με θέμα τις περιπλανήσεις των θαλασσινών και τα
υπερφυσικά και φανταστικά όντα, που συναντούν στο δρόμο τους και β) μια
νουβέλλα, με θέμα την επιστροφή του ξενιτεμένου συζύγου, που φθάνει την
τελευταία στιγμή στην πατρίδα του και ματαιώνει το νέο γάμο της γυναίκας του.
Το πρόβλημα της κατευθύνσεως, που πήραν οι περιπέτειες του
Οδυσσέα, η ταύτιση των ταξιδιών με συγκεκριμένους γεωγραφικούς τόπους, έχει
τεθεί από την αρχαιότητα. Και στα νεώτερα χρόνια οι προσπάθειες γεωγραφικού
εντοπισμού των σταθμών της περιπλανήσεως του Οδυσσέα υπήρξαν και πολλές και
πολύμοχθες και μάταιες οι περισσότερες, μια και ξεκινούσαν από μια λαθεμένη
αφετηρία: ότι δηλαδή η ‹‹Οδύσσεια›› ήταν περίπου ένα εγχειρίδιο ναυσιπλοΐας,
που είχε επικαλυφθεί με ποιητική μορφή. Όπως όμως η «Ιλιάς» δεν υπήρξε απλή
Ιστορική χρονογραφία, έτσι και η « Οδύσσεια» δεν είναι εγχειρίδιο ναυσιπλοΐας.
Ο ίδιος ο ποιητής έχει φροντίσει να ξεκαθαρίσει, που τελειώνουν τα όρια του
πραγματικού κόσμου και πότε αρχίζουν τα όρια του μυθικού. Μια προσπάθεια όμως,
να χαράξει κανείς ένα χάρτη και πάνω του να τοποθετήσει τους σταθμούς του Οδυσσέα,
είναι μάταιη, διότι στην « Οδύσσεια» η γεωγραφία είναι μισομυθική και
μισοπραγματική.
Πέρα όμως από αυτό το θέμα των τόπων των μυθικών περιπλανήσεων του
Οδυσσέα υπάρχουν και οι πραγματικοί τόποι της Μεσογείου, όπως λ.χ. η πραγματική
επικράτεια του Οδυσσέα, του « Κεφαλλήνων ένακτος» ή Ιθάκη. Εδώ η γεωγραφία
βαδίζει χέρι χέρι μαζί με την Ιστορία, που γνωρίζει ότι υπήρξαν λαμπρές
μυκηναϊκές πόλεις και βασίλεια και ότι τα έπη, «δεν λένα ψέματα»- το απέδειξε η
Αρχαιολογία. Εδω, σ’ αυτή τη ρεαλιστική βάση τοποθετείται η προσπάθεια του
Dörpfeld ( Alt- Ithaka, 1927 ), να ταυτίσει την ομηρική Ιθάκη με τη
σημερινή Λευκάδα. Ήταν μια προσπάθεια με ορθολογιστικά επιχειρήματα: υπάρχουν
πολλές παράλληλες επανατοποθετήσεις αρχαίων τοποθεσιών, μια και οι ιστορικές
περιπέτειες του ελληνισμού άλλαξαν πολλά πράγματα.
Ο Dörpfeld στηρίχτηκε βασικά στο κείμενο της
«Οδύσσειας». Το σπουδαιότερο, αλλά και σκοτεινότερο χωρίο του Ομήρου, που
αναφέρεται στην Ιθάκη, είναι το ι 21-27, όπου ο Οδυσσέας περιγράφει την πατρίδα
του στον Αλκίνοο:
Πατρίδα μου είναι τ’
όμορφο, το ξέφαντο
το Θιάκι,
οπόχει τ’ ώριο το
βουνό το Νήριτον απά-
νω
βουνο δεντράτο, που
όλο σειεί ολοχρονίς
τα φύλλα
νησιά πολλά είναι
γύρω του και τονά γει-
τονεύει,
σιμά, με τ’ άλλο
νησί. Το Δουλιχιό και η
Σάμη
και η διασωμένη η
Ζάκυνθος. Το Θιάκι, το
νησί μου
κατά τη δύση
αλαργινά μες στα πελάη
θωριέται
χαμηλωτά πλάι στη
στεριά μα τ’ άλλα ξέ-
χωρα είναι
κατά του ήλιου και
της αυγής απλώνονται
τα μέρη
Κι είναι, στα
αλήθεια, ολόσπαρτο με πέ-
τρες και με βράχια
κι όλοι το λεν
αταίριαστη λεβεντογέννα
μάνα.
( Μετάφραση Π.
Κοντομίχη)
Οι ομηρικοί
στίχοι είναι δύσκολη και η ερμηνεία των διαφόρων χαρακτηρισμών της Ιθάκης
προβληματική, όπως λ.χ. «χθαμαλή», «πανυπερτάτη προς ζόφον». Αν η Λευκάδα
συμπεριληφθεί στα 4 νησιά, τότε η Ιθάκη δεν μπορεί να ονομασθεί «πανυπερτάτη
προς ζόφον», ενώ η Λευκάδα μπορεί. Επομένως η Λευκάδα πρέπει να είναι η ομηρική
Ιθάκη: αυτή είναι η βάση της θεωρίας του Dörpfeld . Κατ’ αυτόν Σάμη είναι η
Ιθάκη και Δουλίχιον η Κεφαλληνία. Βέβαια, οι αντιρρήσεις άλλων φιλοσόφων είναι
πολλές. Ο Dörpfeld προβάλλει τα εξής επιχειρήματα:
1) Προσπαθεί να δείξει ότι η Λευκάδα στην ομηρική εποχή ήταν νησί και ότι πάντως είχε το χαρακτήρα νησιού εκ φύσεως.
2) Ερμηνεύει το «χθαμάλη» όπως ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων ( =‹‹πρόσχωρον της ηπείρω››) και πιστεύει ότι αυτό είναι ισχυρό επιχείρημα για τη θεωρία του, διότι η Λευκάδα βρίσκεται πράγματι κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα.
3) Η Αστερίς, που αναφέρεται συχνά στο έπος, είναι το σημερινό Αρκούδι.
- Το
πρώτο χαρακτηριστικό του νησιού του, που με έμφαση στην αρχή της περιγραφής του
αναφέρει ο Οδυσσεύς, είναι το όρος Νήριτον. Ο υποστηρικτής της θεωρίας ότι η
Λευκάδα είναι η ομηρική Ιθάκη, θα μπορούσε θαυμάσια να συσχετίσει την ομηρική
διατύπωση με την εδαφική μορφολογία και την ορεινή φυσιογνωμία της Λευκάδας.
Είναι η πρώτη εντύπωση για κείνον, που αντικρύζει από μακριά το νησί. Ο οπαδός
της θεωρίας του Dörpfeld, ακολουθώντας τον θεμελιωτή της, θα προσέξει και τα
επίθετα, που δίνονται στο βουνό, όπου αυτό μνημονεύεται: «εινοσίφυλλον»,
«αριπρεπές», «καταείμενον ύλη», και θα προσπαθήσει να εξηγήσει τη θέση τους,
όσο και αν σήμερα το βουνό δεν είναι πυκνά δασωμένο και σκεπασμένο με βλάστηση.
Βέβαια οι ερμηνευτικές αντιρρήσεις υπάρχουν και εδώ, όπως υπάρχουν και τα
επιχειρήματα υπέρ της απόψεως του Dörpfeld (βλ. τη σχετική εργασία του Δημ.
Κουνιάκη).